- μαλακαύγητος
- μᾰλᾰκ-αύγητος, ον, ([etym.] αὐγή)A with languid eye,
ὕπνος Arist.Fr.675
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕπνος Arist.Fr.675
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαλακαύγητος — μαλακαύγητος, ον (Α) αυτός που έχει νωθρό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + αύγητος < αὐγῶ] … Dictionary of Greek
μαλακαυγήτοιο — μαλακαύγητος with languid eye masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek